Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Ένα ανέμελο καλοκαιρινό διήγημα... ή μήπως όχι;

Αύγουστος 2015. Είμαι χαρούμενη. Γύρισα από ένα αντιρατσιστικό κάμπινγκ που μου έδωσε ελπίδα και γέμισε τις μπαταρίες μου και μετά αποφάσισα να έρθω για μερικές ημέρες στη Χαλκιδική στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού μου, για να περάσω λίγο χρόνο μαζί με τους γονείς μου. Πήρα μαζί μου και το λάπτοπ, ευκαιρία για γράψιμο σκέφτηκα.

Όταν έφτασα ήταν από εκείνες τις μέρες που τίποτα δεν θα μπορούσε να επισκιάσει τη χαρά μου, τουλάχιστον έτσι ένιωθα. Ούτε ακόμα και το ίντερνετ που δεν μπορούσε να εγκατασταθεί στο λάπτοπ μου. Η σκέψη ότι αντί να κάθομαι ήρεμη να διαβάζω και να γράφω θα έπρεπε να αναμείνω στην τηλεφωνική γραμμή της Vodafone για ποιος ξέρει πόση ώρα ώστε να επιλύσω τα τεχνικά προβλήματα της σύνδεσης, κανονικά θα έπρεπε να μου φέρνει ανατριχίλα. Όμως δεν με ένοιαζε και τόσο. Με τη σκέψη ότι αύριο είναι μια καινούρια μέρα και ό,τι και να γίνει θα συνεχίσω να είμαι χαρούμενη, έκλεισα το λάπτοπ και βγήκα μια βόλτα. Γύρισα και με μια κούραση που όμως με έκανε να νιώθω γεμάτη, αποκοιμήθηκα.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα και αποφάσισα να πάω στη θάλασσα. Καθώς έβαζα το μαγιό μου η τηλεόραση ανοιχτή κάτι μουρμούριζε απειλητικά στο άλλο δωμάτιο, σαν γκρίζα σύννεφα που σμίγουν πριν την καταιγίδα. «Μα καλά, πώς γίνεται να κάνετε διακοπές με την τηλεόραση ανοιχτή», πέταξα στους γονείς μου, μα κανείς μας δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.

Στην αρχή δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία ούτε σε άλλα πράγματα. Τα παρατήρησα βέβαια, αλλά ένιωθα ότι δεν με άγγιζαν. Ούτε οι μεζονέτες με το τέλεια κοντοκουρεμένο γκαζόν, ούτε οι τύποι με τα σταυρουδάκια στο λαιμό και τα φουσκωμένα μπράτσα, ούτε οι ομπρέλες που πλημμύριζαν την αμμουδιά τόσο ασφυχτικά ώστε χάιδευαν περιπαιχτικά η μια τα κρόσσια της άλλης. Τα κοιτούσα όλα σαν καρτ ποστάλ. Το θέαμα μου φαινόταν απλώς αστείο, σκέφτηκα μάλιστα να βγάλω και μερικές φωτογραφίες. Κάθισα κάπου να πιω έναν espresso freddo. 4 ευρώ, μου φάνηκε λίγο ακριβός αλλά ούτε και αυτό διατάραξε την ηρεμία μου.

Αργότερα γύρισα σπίτι και η τηλεόραση ήταν ακόμα ανοιχτή. Ο μπαμπάς μου άρχισε να μου μιλά για μια επιχειρηματική δραστηριότητα που θα μπορούσε λέει να αποφέρει πολλά χρήματα. Ήμουν ακόμα χαρούμενη. Χαιρόμουν ακόμα και για το γεγονός ότι έκανα, ίσως και για πρώτη φορά από παιδί, διακοπές με τους γονείς μου, σκέψη που δεν μπορώ να πω ότι με χαροποιούσε ποτέ ιδιαίτερα.

Το απόγευμα συνάντησα μια φίλη μου που ζει στην Ιταλία και είχα να τη δω καιρό. Κατά σύμπτωση, έχει κι εκείνης η οικογένεια εξοχικό στο διπλανό χωριό με το δικό μας. Συζητήσαμε για τα ερωτικά μας με μια χαρούμενη και πονηρή διάθεση που ξέρεις ότι μόνο με λίγους ανθρώπους μπορείς να έχεις την τύχη να το κάνεις. Όταν γύρισα σπίτι έκανα ένα μπάνιο και φόρεσα ένα φόρεμα. Είχαμε πει ότι θα βγούμε με τους γονείς μου να φάμε. Εκτός από χαρούμενη, ένιωθα και όμορφη.

Όμορφη.. αλήθεια πόσοι άνθρωποι έχουν την πολυτέλεια να νιώθουν όμορφοι; Το να νιώθουμε όμορφοι είναι ανθρώπινο δικαίωμα, σκέφτηκα, αλλά πόσοι άνθρωποι έχουν την τύχη να μπορούν να το νιώθουν; Ίσως αν οι συνθήκες της ζωής μας ήταν διαφορετικές, τότε να μπορούσαμε να το νιώθουμε όλοι/ες.

Φόρεσα λοιπόν το φόρεμα και βγήκαμε έξω. Στον δρόμο ο μπαμπάς μου μας έλεγε για ένα περιστατικό επίθεσης σκυλιού σε άνθρωπο στον Λ. Πύργο. Αλήθεια τι να έχει προηγηθεί στη ζωή του σκύλου για να φτάσει να επιτεθεί σε άνθρωπο; «Μόνο οι Έλληνες τον βοήθησαν» συμπλήρωσε ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε κανείς. «Είναι λογικό, γιατί οι ξένοι μισούν τους Έλληνες για τη ζωή που κάνουν και αυτά που έχουν». Η φράση αυτή έπεσε ανάμεσά μας σαν αστραπή σε μια φριχτή καταιγίδα. Ήταν ακριβώς αυτό που δεν θα άντεχα να ακούσω εκείνη τη στιγμή. Αυτό που με ενεργοποίησε. Η ρατσιστική αστραπή με συντάραξε και έκανε ολόκληρη τη σκέψη μου και το κορμί μου να συνοφρυώσουν. Άρχισα να φωνάζω στη μέση του δρόμου. Η μαμά μου με πήρε πιο πέρα για να με ηρεμήσει. Μην τον ακούς τώρα, είναι καλός άνθρωπος. Βοηθάει τους άλλους, έχει βοηθήσει και μετανάστες. «Και τι να το κάνω, αν είναι ρατσιστής;»

Ήμουν τόσο θυμωμένη που τους άφησα στη μέση του δρόμου και γύρισα σπίτι. Ένιωθα εξαντλημένη από θυμό, αγανάκτηση, φόβο και πήγα να κοιμηθώ νωρίς, πριν οι γονείς μου επιστρέψουν. Το πρωί, ήταν δεν ήταν 9 η ώρα, ξύπνησα από τις φωνές ενός τύπου σε ένα από τα διπλανά σπίτια. «Τα ζώα, έρχονται εδώ και τα κάνουν αυτά. Στις χώρες τους συμπεριφέρονται μια χαρά. Βόδια, κοπρόσκυλα». Δυσκολευόμουν να πιστέψω αυτό που άκουγα. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Ο τύπος έβριζε κάποιους ξένους τουρίστες που είχαν γυρίσει αργά, και σύμφωνα με τα λεγόμενά του πάντα, έπιναν και έκαναν φασαρία στη μέση της νύχτας. Φαντάσου να ήταν και μετανάστες... Περιέργως βέβαια εγώ δεν είχα ακούσει τίποτα όλο το βράδυ. Σσσσσσς, έκανα θυμωμένη και οι φωνές περιορίστηκαν.

Εκείνη τη μέρα ένιωθα ζαλισμένη από αυτά τα δύο περιστατικά. Η απόγνωση και η αγανάκτηση είχαν αντικαταστήσει τη χαρά των προηγούμενων ημερών και ξαφνικά όλα με πείραζαν. Το τέλεια κοντοκουρεμένο γκαζόν, οι τύποι με τα σταυρουδάκια, οι αμέτρητες εμπριμέ ομπρελίτσες στην παραλία που χάιδευαν η μια τα κρόσσια της άλλης, η ανοιχτή τηλεόραση στο σπίτι, ο μπαμπά μου και οι ιδέες του, οι συζητήσεις για τους άγριους σκύλους που επιτίθενται σε ανθρώπους, η μαμά μου που ήταν χαρούμενη και δεν έδινε σημασία στα λεγόμενα του μπαμπά μου, τα ντάπα ντούπα στην παραλία από τα χιλιοκατακλυσμένα beach bars, οι καυτές χρωματιστές λαμαρίνες από τα αυτοκίνητα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι.. Ξαφνικά όλα με πείραζαν και όλα συνδέονταν μεταξύ τους… Ήταν σαν να είχαν συμπληρωθεί όλα τα κομμάτια ενός εφιαλτικού παζλ!

Θυμήθηκα την πρώτη μέρα που έφτασα και έψαξα να βρω ένα μέρος για να πάω για τρέξιμο. Δεν υπήρχε κανένας ελεύθερος, δημόσιος χώρος. Ούτε για δείγμα. Όλα ιδιωτικά και περιφραγμένα. Ο δρόμος κατά μήκος της παραλίας γεμάτος τραπεζοκαθίσματα και από τις δυο πλευρές και η αμμουδιά γεμάτη ομπρέλες από τα beach bars. Μόνο που αυτές, δε χαϊδεύουν η μια την άλλη όπως οι εμπριμέ των λουόμενων. Είναι σοβαρές και μονόχρωμες, σε απόσταση ασφαλείας η μια από την άλλη.

Το σπίτι με τους άσπρους τοίχους και τα παντζούρια που ασφαλίζουν με κάτι μικρά ραβδάκια, να δεις πώς τα λένε.. μα τι άχρηστη λέξη αλήθεια!, με έπνιγε. Βγήκα έξω τρέχοντας, και περπάτησα για ώρα πολλή στην παραλία από την άλλη πλευρά, εκεί όπου τελειώνει το χωριό με τις μεζονέτες σε συγκροτήματα και αρχίζουν οι βίλες. Προσπέρασα και το τελευταίο beach bar βουτώντας τα πόδια μου στη θάλασσα για να μην σκοντάψω στις ξαπλώστρες που έφταναν μέχρι τα κύματα, και συνέχισα να προχωράω. Το συγκεκριμένο ήταν πιο hipster, σε έθνικ στυλ, γεμάτο νέους ανθρώπους. Ένα ζευγάρι φιλιόταν ξαπλωμένο στην ξαπλώστρα κάτω από τα ντάπα ντούπα του ηχείου. Μα πώς γίνεται να είναι τόσο στον κόσμο τους ρε γμτ, σκέφτηκα. Πώς μπορούν να φιλιούνται χωρίς να τους νοιάζει τι γίνεται γύρω τους; Γιατί, δεν ξέρω για εσάς αλλά εγώ έχω μια θεωρία. Τα φιλιά αποχτούν αξία ανάλογα με τα μέρη όπου πραγματοποιούνται. Είναι άλλο να φιλάς στη μέση μιας πορείας και άλλο κάτω από τα ντάπα ντούπα ενός beach bar. Φιλιά και στις δυο περιπτώσεις, αλλά καμία σχέση ως προς το αποτέλεσμα.

Στον δρόμο, προσπαθούσα να σκεφτώ πράγματα που μου δίνουν χαρά για να αποφύγω να απελπιστώ εντελώς.
Το γράψιμο μου δίνει χαρά.
Οι φίλες και οι φίλοι μου που με καταλαβαίνουν μου δίνουν χαρά.
Τα δέντρα με τις γενναιόδωρες σκιές τους μου δίνουν χαρά. Τα δέντρα δεν ξέρουν από διακρίσεις, προσφέρουν τη σκιά τους απλόχερα σε όποιον/α σταθεί από κάτω.
Μια βαρκούλα που πέτυχα στον δρόμο με το όνομα της αδελφής μου. Σκέφτηκα να τη βγάλω φωτογραφία και να της τη στείλω. Αυτό μου δίνει χαρά. Το να δίνω χαρά σε άλλους ανθρώπους.
Κάποτε που δεν ήμουν χαρούμενη, είχα γράψει ότι θα παίρνω και θα διοχετεύω χαρά από τους ανθρώπους γύρω μου που έχουν την ικανότητα να είναι χαρούμενοι, τώρα που δεν την έχω εγώ. Δεν είναι το ίδιο βέβαια με την αυτόφωτη χαρά, αλλά σίγουρα βοηθάει.

Όταν γύρισα σπίτι, ο μπαμπάς μου φαινόταν μετανιωμένος για το περιστατικό που είχε προηγηθεί. Προσπαθούσε να με πείσει ότι δεν είναι ρατσιστής, γεγονός που με έκανε να σκεφτώ ‘τι σημαίνει άραγε να είσαι ρατσιστής’. Τελικά αποφάσισα να συμφιλιωθώ με τους γονείς μου και να πάμε όλοι μαζί στην ταβέρνα με τη ζωντανή μουσική που τόσο ήθελαν να μου δείξουν το προηγούμενο βράδυ. Στο δρόμο, τους εξηγούσα ότι διαβάζω ένα βιβλίο με καταπληκτικά διηγήματα για την αλληλεγγύη, και ότι ένα από αυτά το έχει γράψει μία φίλη μου. «Έλα στη θέση μου» είναι ο τίτλος του συλλογικού βιβλίου με τα διηγήματα. Παρότρυνα και τη μητέρα μου να ασχοληθεί επιτέλους με εκείνα τα διηγήματα για μετανάστες που εδώ και καιρό μου έχει αναφέρει ότι έχει στο μυαλό της να γράψει.

Ο πατέρας μου πάλι, είχε μια άλλη ιδέα. Ένα βιβλίο-ντοκουμέντο με τις πραγματικές ιστορίες μεταναστών από διαφορετικές χώρες –το τόνισε αυτό με τις διαφορετικές χώρες – για να μάθει λέει ο κόσμος όσα έχουν ζήσει στις χώρες τους και στο ταξίδι τους προς την Ελλάδα ή/και την Ευρώπη. Η ιδέα μου φάνηκε ενδιαφέρουσα και με εντυπωσίασε. «Θα το προτείνω στην ομάδα δημιουργικής γραφής που έχουμε στο Στέκι Μεταναστών, να το εκδώσουμε σαν συλλογικό τόμο» του απάντησα.

Την άλλη μέρα περιμέναμε την αδελφή μου από μία κατασκήνωση όπου πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως γιατρός για διαβητικά παιδιά. Βγήκαμε με τη μητέρα μου να πάμε στη στάση να την πάρουμε. Μέσα στην κάψα του καταμεσήμερου, η μαμά μου διέκοψε το βιαστικό μας περπάτημα σταματώντας κάτω από ένα δέντρο: «Αχ, έλα εδώ να πάρουμε μια ανασούλα! Δέντρο, τι σκιά είναι αυτή που μας προσφέρεις με τα φύλλα σου…!» Αυτή η μικρή και αναπάντεχη ωδή προς το δέντρο, με κατενθουσίασε. Και χάρη σε αυτήν, ένιωσα να αποκαθίσταται εν μέρει η δικαιοσύνη που είχε κλονιστεί προς στιγμή από τα άλλα δύο περιστατικά.

Προχωρήσαμε και είδαμε το λεωφορείο να φτάνει από μακριά. «Έρχεται το λεωφορείο, να’το!» αναφώνησε η μαμά μου. Εκείνη τη στιγμή μιλούσα με έναν φίλο μου στο κινητό. «Ένα παιδάκι φωνάζει ότι ήρθε το λεωφορείο» μου λέει από την άλλη άκρη της γραμμής. Ξεκαρδίστηκα στα γέλια. «Δεν είναι παιδάκι. Είναι η μαμά μου που όμως μερικές φορές έχει ψυχή και ενθουσιασμό μικρού παιδιού». Ξαφνικά, ένιωθα και πάλι χαρούμενη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου